- ἀποκορσόομαι
- ἀποκορσόομαι, [voice] Med., ([etym.] κόρση)A = ἀποκείρομαι, A.Fr.248.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀποκορσωσαμέναις — ἀποκορσόομαι aor part mp fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)